χειροδένω

χειροδένω
Ν
δένω τα χέρια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + δένω. Ο λόγιος τ. παθ. αόρ. ἐχειροδέθημεν μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”